- τιμωρῇ
- τῑμωρῇ , τιμωρέωto be an avengerpres subj mp 2nd sgτῑμωρῇ , τιμωρέωto be an avengerpres ind mp 2nd sgτῑμωρῇ , τιμωρέωto be an avengerpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οδηγητής — ο, θηλ. οδηγήτρια και οδηγήτρα (ΑΜ ὁδηγητήρ, ῆρος) αυτός που οδηγεί, οδηγός / νεοελλ. 1. ο καθοδηγητής, ο ηγέτης 2. το θηλ. η οδηγήτρια α) σταθερή γραμμή ή καμπύλη η οποία χρησιμεύει ως οδηγός για την περιγραφή καμπύλης ή επιφάνειας β) τεχνολ. ο… … Dictionary of Greek
ομιλητήρ — ὁμιλητήρ, ῆρος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θεράπων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμιλῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ)] … Dictionary of Greek
ομφητήρ — ὀμφητήρ, ῆρος, ὁ (Α) προφήτης, μάντης, χρησμωδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφή (Ι) «φωνή θεού» + επίθημα τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρήματος *ὀμφάω (πρβλ. τιμωρη τήρ)] … Dictionary of Greek
οπηδητήρ — ὀπηδητήρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σύνοδος, ἀκόλουθος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπηδῶ «ακολουθώ κάποιον, συντροφεύω» + επίθημα τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ)] … Dictionary of Greek
οπτήρας — ο (Α ὀπτήρ) νεοελλ. ναυτ. ναύτης σκοπός στον ιστό πλοίου που έχει την αποστολή να εποπτεύει τη θάλασσα και τον ορίζοντα ώστε να εντοπίζει έγκαιρα άλλα πλοία, σημεία ξηράς, ενδεχόμενους άλλους κινδύνους αρχ. 1. αυτός που κατοπτεύει, σκοπός ή… … Dictionary of Greek
παυστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ τού παύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ). Το σ τού τ. είναι αναλογικό προς το σ τού αορ. ἔπαυσα (βλ.… … Dictionary of Greek
τρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που συλλέγει τους ώριμους καρπούς και ιδίως τα σταφύλια, ο τρυγητής 2. ονομασία αστέρα, προτρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. τήρ* (πρβλ. τιμωρη τήρ)] … Dictionary of Greek
χειρονομησείω — Α θέλω να κάνω χειρονομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρονομῶ + εφετ. κατάλ. σείω (πρβλ. τιμωρη σείω)] … Dictionary of Greek